συνωμότις

συνωμότις
-ιδος, ἡ, Μ
βλ. συνωμότης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συνωμότης — ο, ΝΜΑ, θηλ. συνωμότισσα Ν, και θηλ. συνωμότις, ιδος Μ, και αττ. τ. ξυνωμότης Α αυτός που ορκίζεται μυστικά μαζί με άλλους για την από κοινού ανάληψη και εκτέλεση μιας αξιόποινης πράξης, αυτός που μετέχει σε συνωμοσία αρχ. μτφ. αυτός που κρυφά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”